Μοντέλο ΑΠΘ σε Παρίσι, Βρυξέλλες και Άμστερνταμ – Στα σκαριά συνεργασία με ΕΟΔΥ για μετρήσεις και σε άλλες πόλεις με βαρύ επιδημιολογικό φορτίο.
Μοντέλο ΑΠΘ για την ανίχνευση του κορονοϊού από τα λύματα ακολουθούν τρεις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Άμστερνταμ. Από τον περασμένο Μάιο, οπότε και «τρέχει» το πρωτοποριακό πρόγραμμα, οι τρεις πόλεις στέλνουν τις μετρήσεις των λυμάτων τους στο ΑΠΘ προκειμένου να προχωρήσει το ελληνικό ίδρυμα στον εξορθολογισμό των μετρήσεών τους, δίνοντας τους τις διορθωμένες τιμές.
Τον τελευταίο μήνα, μάλιστα, η Εταιρεία Υδρευσης της πόλης του Φωτός-μετά και τη δημοσίευση της ελληνικής μεθοδολογίας στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Science of the Τotal Εnviroment” -χρησιμοποιεί εξολοκλήρου το φυσικοχημικό μοντέλο του ΑΠΘ.
Την ίδια ώρα το Αριστοτέλειο βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία και με τον ΕΟΔΥ προκειμένου να ξεκινήσει μετρήσεις και σε άλλες περιοχές πανελλαδικά που παρουσιάζουν βαρύ επιδημιολογικό φορτίο ενώ σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται και η προσπάθεια αντιστοίχισης των λυμάτων με τον αριθμό κρουσμάτων.
Σε πέντε στάδια η μέτρηση των λυμάτων
Η πρωτοποριακή μέτρηση των λυμάτων στη Θεσσαλονίκη πραγματοποιείται σε πέντε στάδια. Όλα ξεκινούν από την εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων της ΕΥΑΘ στην περιοχή της Σίνδου, δίπλα από τον Γαλλικό ποταμό σε έκταση 400 στρεμμάτων. «Καθημερινά έρχονται από την πόλη 150.000 με 160.000 κυβικά λυμάτων και από την είσοδο ενός αυτόματου 24ώρου δειγματολήπτη αντλείται καθημερινά ένα σταθμισμένο δείγμα στο οποίο γίνονται οι φυσικοχημικές και μικροβιολογικές αναλύσεις» είπε στο ethnos.gr ο υπεύθυνος Χημικός Μηχανικός της ΕΥΑΘ Κώστας Κωτούλας.
αποτέλεσμα απαιτούνται 24 ώρες.
Στο δεύτερο στάδιο γίνεται υποδοχή του δείγματος του λύματος από το εργαστήριο Τεχνικής και Σχεδιασμού Περιβάλλοντος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ.
Αμέσως μετά μεταφέρεται στο Εργαστήριο Μοριακής Ανάλυσης του Τμήματος Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών.
Στο τέταρτο στάδιο έρχονται οι τιμές των μετρήσεων και των φυσικοχημικών αναλύσεων στην ομάδα του τμήματος Χημείας όπου πραγματοποιείται ο εξορθολογισμός των τιμών του ιικού φορτίου. Τελευταίο στάδιο είναι η αξιολόγηση και αποτίμηση των αποτελεσμάτων και η συσχέτιση με κλινικά δεδομένα.
Θέλουμε μεγάλη ακρίβεια-Κάνουμε περιβαλλοντικό εξορθολογισμό
«Για να έχουμε ακρίβεια πρέπει να κάνουμε απαραιτήτως αυτό που εμείς λέμε περιβαλλοντικό εξορθολογισμό. Αυτό δεν το κάνει καμία άλλη επιστημονική ομάδα» είπε στο ethnos.gr ο καθηγητής Χημείας Θεόδωρος Καραπάντσιος.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής του ΑΠΘ, η επιστημονική ομάδα ελέγχει αν το δείγμα του λύματος έχει στερεά και πόσα έχει, αν έχει οργανικό φορτίο και πόσο, διαλυμένο οξυγόνο και αλατότητα.
«Υπάρχουν 24 περιβαλλοντικοί παράμετροι που παίζουν ρόλο στην μέτρηση του γονιδιώματος του ιού στα λύματα γιατί το γονιδίωμα του κορονοϊού που προσμετράμε προσροφάτε πάνω στα στερεά. Και ο τρόπος, η ποσότητα και η ταχύτητα που προσροφάτε και οι διάφορες ουσίες που μπορεί να βρίσκονται μέσα στα λύματα δεν είναι σταθερές από μέρα σε μέρα και για αυτό χρειάζεται εξορθολογισμός.
Η αλατότητα και το διαλυμένο οξυγόνο επηρεάζουν και την ταχύτητα προσρόφησης. Άρα για να έχουμε ακρίβεια στην μέτρηση και να μαστε αξιόπιστοι προς την Πολιτεία πρέπει κάθε φορά να εξορθολογίζουμε τις μετρήσεις με βάση παραμέτρους που έχουν τα λύματα» δήλωσε ο κ. Καραπάντσιος.
Οι συγκεντρώσεις στα λύματα δεν μπορούν αν οδηγήσουν στον αριθμό κρουσμάτων
Οι μοριακές αναλύσεις του ΑΠΘ προσφέρουν μεγάλη ακρίβεια ενώ το ποσοστό σφάλματος δεν ξεπερνά το 10%-15%. Ωστόσο, παρά το υψηλό ποσοστό αξιοπιστίας που προσφέρει η μέθοδος του ΑΠΘ δεν μπορεί κανείς με βάση τα σημερινά δεδομένα και γνώσεις να μετατρέψει την συγκέντρωση του ιού- ακόμη και την εξορθολογισμένη-σε αριθμό κρουσμάτων καθώς για να γίνει αυτή την μετατροπή χρειάζεται έναν συντελεστή αναγωγής.
Όπως εξήγησε ο καθηγητής του ΑΠΘ κάθε άνθρωπος που έχει κορονοϊό βγάζει συγκεκριμένη ποσότητα ιικού φορτίου.
«Άρα χρειάζεσαι αυτόν το συντελεστή για να μετατρέψεις αυτήν την ποσότητα από τα λύματα σε αριθμό κρουσμάτων. Αυτό που το κάνει αδύνατο είναι ότι το ιικό φορτίο ενός συμπτωματικού και ενός ασυμπτωματικού απέχει κατά 4 τάξεις μεγέθους που κουβαλούν. Όταν δεν ξέρεις πόσοι είναι οι συμπτωματικοί, αν είναι στην πρώτη μέρα, στην πέμπτη ή στην δέκατη μέρα γιατί είναι διαφορετικό το ιικό φορτίο που αποβάλουν πώς να κάνεις αναγωγή;» αναρωτιέται ο κ. Καραπάντσιος.
«Άρα είμαστε κατηγορηματικοί ότι αυτή η αναγωγή από τις συγκεντρώσεις στα λύματα δεν μπορούν αν οδηγήσουν στον αριθμό κρουσμάτων». Ωστόσο σε εξέλιξη βρίσκονται προσπάθειες του ΑΠΘ προκειμένου να γίνει η αναγωγή κρουσμάτων από την ανίχνευση του γονιδιώματος του κορονοϊού σε αυτά.
Η χρηματοδότηση
Το έργο χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους του ΑΠΘ και υλοποιείται από επιστημονικές ομάδες, που συγκρότησαν επτά διαφορετικά τμήματα του Αριστοτελείου: της Ιατρικής με επικεφαλής τον καθηγητή Παιδιατρικής-Λοιμωξιολογίας Εμμανουήλ Ροηλίδη και τον αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας Συμεών Μεταλλίδη, της Κτηνιατρικής με επικεφαλής τον πρύτανη του ΑΠΘ και καθηγητή Παθολογικής Ανατομικής Νίκο Παπαϊωάννου και τον αναπληρωτή καθηγητή Χρυσόστομο Δόβα, της Βιολογίας με επικεφαλής τον καθηγητή Μηνά Αρσενάκη και την επίκουρη καθηγήτρια Δήμητρα Ντάφου, της Φαρμακευτικής με επικεφαλής τον καθηγητή Φαρμακολογίας Θεόδωρο Σκλαβιάδη, των Πολιτικών Μηχανικών με επικεφαλής την Χημικό Μηχανικό Δρα Μαρία Πεταλά, των Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ευστράτιο Στυλιανίδη και της Χημείας με επικεφαλής τον καθηγητή Θεόδωρο Καραπάντσιο.